Σηστός

Σηστός
Πόλη της αρχαίας Θράκης, απέναντι από την Άβυδο της ασιατικής ακτής. Ήταν αποικία των Αιολέων και αναφέρεται αρχικά από τον Όμηρο. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως το 513 π.Χ. ο Δαρείος είχε περάσει από τη Σ. όταν γύριζε από την εκστρατεία του εναντίον των Σκυθών. Ο Ηρόδοτος επίσης αναφέρει στην Ιστορία του (Θ’ 114-116) πως οι Πέρσες το 480 π.Χ. έχτισαν κοντά στη Σ. τις γέφυρες απ’ όπου πέρασε ο στρατός του Ξέρξη. Το 478 π.Χ., κυριεύτηκε από τους Αθηναίους και το 404 από τους Σπαρτιάτες. Από το 404 ώα το 387, έγινε αυτόνομη κάτω από περσική κυριαρχία. Οι Αθηναίοι την ανέκτησαν το 353, και απ’ αυτούς την πήρε ο Φίλιππος B’ της Μακεδονίας. Ο Μέγας Αλέξανδρος είχε συγκεντρώσει στη Σ. το στρατό του για την εκστρατεία εναντίον της Ασίας. Μετά το θάνατό του, η Σ. ανήκε στους διαδόχους του, και απ’ αυτούς την πήραν πρώτα οι Ρόδιοι και κατόπιν οι Περγαμηνοί. Στους ρωμαϊκούς χρόνους, η Σ. έπεσε σε παρακμή.
* * *
ἡ, Α [σήθω]
1. ειρων. η κοσκινίστρα, παρωνύμιο τής εταίρας Φρύνης, που ξετίναζε οικονομικά τούς πελάτες της
2. (ως προσηγορ.) ἡ σηστός
μέτρο βάρους ξηρών καρπών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σηστός — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηστός — the sifter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σηστός — η αρχαία πόλη στις ακτές του Ελλησπόντου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σηστοῖο — Σηστός fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηστοῖο — σηστός the sifter masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σηστοῦ — Σηστός fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηστοῦ — σηστός the sifter masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σηστῷ — Σηστός fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηστῷ — σηστός the sifter masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σηστόν — Σηστός fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”